- ῥύσῃ
- ῥύ̱σῃ , ῥύομαιse-sru-aor subj mid 2nd sgῥύ̱σῃ , ῥύομαιse-sru-fut ind mid 2nd sgῥύσηι , ῥύσιςflowfem dat sg (epic)ῥύ̱σηι , ῥῦσιςdeliverancefem dat sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ῥυσή — withering fem nom/voc sg (attic epic ionic) ῥῡσή , ῥυσός shrivelled fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρύση — η / ῥύσις, εως, ΝΜΑ, και ῥύησις Μ, και δωρ. τ. ῥύτις και ιων. τ. γεν. ῥύσιος, Α η ρεύση, η ροή ενός υγρού («ἐκ ῥινῶν αἵματος ῥύσιες», Ιπποκρ.) νεοελλ. φρ. «έμμηνη ρύση» ιατρ. η εμμηνόροια, η περίοδος τών γυναικών αρχ. 1. η εκροή τού λαδιού και… … Dictionary of Greek
ρυσή — και δωρ. τ. ῥυσά, Α (κατά το λεξ. Σούδα και κατά τον Φωτ.) «μάρανσις, ἢ γήρανσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τού ῥυσῶ (Ι)] … Dictionary of Greek
ῥύση — ῥύσις flow fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ῥύ̱ση , ῥῦσις deliverance fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ῥυσάω pres imperat act 2nd sg (doric) ῥυσάω pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ῥυσάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυσαί — ῥυσή withering fem nom/voc pl ῥῡσαί , ῥυσός shrivelled fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυσήν — ῥυσή withering fem acc sg (attic epic ionic) ῥῡσήν , ῥυσός shrivelled fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιματούσα — η [αίμα] 1. λέγεται για τη γυναίκα που συνήθως έχει άφθονη ρύση έμμηνου αίματος (αλλ. αιματορροούσα*) 2. αιματώδες στίγμα τού προσώπου 3. (στην Κύπρο) (ως επίθ. τής Θεοτόκου) αυτή που θεραπεύει τις γυναίκες που έχουν προβλήματα υγείας με την… … Dictionary of Greek
ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν … Dictionary of Greek
ῥυσά — ῥυσά̱ , ῥυσή withering fem nom/voc/acc dual ῥυσά̱ , ῥυσή withering fem nom/voc sg (doric aeolic) ῥῡσά , ῥυσός shrivelled neut nom/voc/acc pl ῥῡσά̱ , ῥυσός shrivelled fem nom/voc/acc dual ῥῡσά̱ , ῥυσός shrivelled fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… … Dictionary of Greek